Πριν από χιλιάδες χρόνια, οι πρόγονοί μας δεν είχαν προσπαθήσει να ορίσουν επιστημονικά τον θάνατο: Γι αυτούς ο άνθρωπος που σταματούσε να αναπνέει και να χτυπά η καρδιά του, θεωρούνταν νεκρός. Όμως, τη σημερινή εποχή, όπως αναφέρει και ο Gaylin (1980),τίποτα στη ζωή δεν είναι πλέον τόσο απλό, ούτε το να φεύγεις από αυτή.
Σύμφωνα με τα επιστημονικά ιατρικά λεξικά, κάποτε ο θάνατος οριζόταν ως η διακοπή της αρτηριακής κυκλοφορίας και των υπολοίπων ζωτικών λειτουργιών, όπως η αναπνοή και οι σφυγμοί. Όμως, καθώς η επιστήμη εξελίσσεται, πλέον μπορεί να διατηρήσει την αρτηριακή πίεση και την αναπνοή στους ασθενείς για πολύ καιρό μέσα από σύγχρονα ιατρικά μηχανήματα. Έτσι λοιπόν φτάνουμε στον πιο σύγχρονο ορισμό του θανάτου, όπου σύμφωνα με τον Κάζνταγλη και τον Παπαδημητρίου είναι η απουσία της αυτόματης αναπνοής κι ο εγκεφαλικός θάνατος.
H κατανόηση της έννοιας του θανάτου από τα παιδιά βασίζεται και εξαρτάται από το επίπεδο της γνωστικής και νοητικής τους ανάπτυξης. Στην αρχή αντιμετωπίζουν το θάνατο με ανωριμότητα καθώς δεν είναι σε θέση να τον ορίσουν και να καταλάβουν απόλυτα την αφηρημένη του έννοια, αλλά σιγά-σιγά καθώς προχωράει η νοητική τους ανάπτυξη τον κατανοούν βαθύτερα. Τα βασικά στοιχεία της έννοιας του θανάτου που τα παιδιά πρέπει να καταλάβουν, πριν φτάσουν στην εφηβεία είναι τα εξής:
- Μη – αναστρεψιμότητα (Irreversibility): Η κατανόηση ότι από τη στιγμη που κάτι ή κάποιος πεθαίνει δεν ζωντανεύει ποτέ ξανά, δηλαδή ότι ο θάνατος είναι μια μόνιμη και τελική κατάσταση.
- Γενικότητα (Universality): Η κατανόηση του ότι όλοι οι άνθρωποι μηδενός εξαιρουμένου κάποια στιγμή πεθαίνουν. Τα παιδιά εδώ πρέπει πάνω από όλα να καταλάβουν ότι οι στενοί τους συγγενείς, οι φίλοι και τα αδέλφια ακόμα και τα ίδια τα παιδιά τελικά πεθαίνουν.
- Μη λειτουργικότητα (Non-Functionality): Σύμφωνα με αυτή την έννοια, τα παιδιά οφείλουν να κατανοήσουν ότι στο θάνατο όλα τα μέρη του σώματος πεθαίνουν και σταματούν να λειτουργούν.
- Αιτιότητα (Causality): Είναι η τελευταία έννοια που πρέπει να κατανοήσουν και αναφέρεται στο ότι τα παιδιά είναι σε θέση να καταλάβουν τους πιθανούς λόγους θανάτου για κάποιον. Οι συχνότερες ερωτήσεις που απευθύνουν τα παιδιά στους ενήλικες σχετικά με τον θάνατο είναι: « Γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν;» ή «Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να πεθαίνουν;»
Σύμφωνα λοιπόν με τη γνωστική θεωρία του Piaget η κατανόηση του θανάτου ακολουθεί την ομαλή γνωστική ανάπτυξη του παιδιού και καθώς αναφερόμαστε στην ηλικία των 6-12, τα παιδιά αυτά ανήκουν στο στάδιο της συγκεκριμένης λογικής σκέψης. Έτσι λοιπόν στην ηλικία αυτή τα παιδιά είναι σε θέση να καταλάβουν την αντιστρεψιμότητα και τη γενικότητα του θανάτου, αλλά μόνο πολύ αργότερα στο στάδιο αυτό μπορούν να κατανοήσουν ότι ο θάνατος είναι κάτι μόνιμο και ότι έχει βιολογική αιτία.
Τα παιδιά αυτής της ηλικίας εστιάζουν περισσότερο στα φυσικά επακόλουθα του θανάτου όπως είναι η ακινησία, η αδυναμία λόγου και έκφρασης κλπ και συνδέουν το θάνατο κυρίως με τα γενικότερα κοινωνικά επακόλουθα αυτού, όπως η εκκλησία, το φέρετρο, τα μαύρα ρούχα κλπ. Αργότερα είναι σε θέση να αντιληφθούν όχι μόνο τους πολύπλοκους μηχανισμούς του θανάτου αλλά και να διακρίνουν την πιθανότητα να βρεθούν στην ανάλογη θέση.
Μια σημαντική έρευνα πάνω στην γνωστική κατανόηση του θανάτου, είναι αυτή της Nagy (1949) μιας Ουγγαρέζας ψυχολόγου, που μελέτησε 400 υγιή παιδιά και έφηβους. Βρήκε πως τα παιδιά κατανοούν σταδιακά την έννοια του θανάτου. Χώρισε τις ηλικίες σε τρία στάδια: την προσχολική, τη σχολική και την εφηβική. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως τα παιδιά σταδιακά αντιλαμβάνονται την έννοια του θανάτου και ότι μετά τα 10-12 χρόνια τα παιδιά είναι νοητικά ικανά και έτοιμα να κατανοήσουν τη γενικότητα του και το γεγονός ότι είναι κάτι το αναπόφευκτο που συμβαίνει σε όλους.
Στην εφηβεία λοιπόν, τα παιδία έχουν αντιληφθεί πλήρως την έννοια του θανάτου. Έχουν κατακτήσει μια πιο αφηρημένη έννοια του και είναι σε θέση να φιλοσοφούν γύρω από το θέμα αυτό. Επίσης είναι σε μια ηλικία που πλέον τα καθιστά πιο εκτεθειμένα στον θάνατο, καθώς είναι πιο πιθανό απ’ ότι στην παιδική τους ηλικία να έχουν βιώσει την απώλεια κάποιου αγαπημένου τους προσώπου και να έχουν αναγκαστεί με αυτόν τον τρόπο να το αντιμετωπίσουν από πιο κοντά (Gesell & Ilg, 1998).
Είναι επίσης ‘γνωστικά’ ικανά να αντιληφθούν και να κατανοήσουν τη μη- αναστρεψιμότητα και την γενικευμένη έννοια της απώλειας, δηλαδή το ότι ο θάνατος συμβαίνει σε όλους και ότι είναι μη-αναστρέψιμος, δηλαδή ότι ο άνθρωπος που πεθαίνει δεν επαναφέρεται σε μια προηγούμενη κατάσταση ζωής.
Ο Mauer, 1964 αναφέρει ότι η κατανόηση της έννοιας του θανάτου από τους εφήβους σχετίζεται με το γνωστικό δυναμικό στο οποίο βρίσκονται.
Στην έρευνα του Gothelf (1998) αναφέρεται ότι η έννοια της απώλειας στους εφήβους είναι ξεκάθαρη. Είναι κάτι που ορίζεται ως τελικό και μη-αναστρέψιμο. Παρόλαυτα, οι συζητήσεις γύρω από τον θάνατο είναι εξίσου δύσκολο να αντιμετωπιστούν, όπως και στην παιδική ηλικία.
Σύμφωνα με την Kubler Ross (1969) τα στάδια αποδοχής της απώλειας και κατανόησης αυτής είναι τα εξής:
- Στάδιο της άρνησης:
Η άρνηση από το οικογενειακό περιβάλλον για το γεγονός του θανάτου ή του επικείμενου θανάτου. Το στάδιο αυτό στην περίπτωση που ο θάνατος έχει επέλθει δεν διαρκεί πολύ, γιατί ο συγγενής καλείται να αντιμετωπίσει μια καινούρια πραγματικότητα στην οποία ο θάνατος είναι ένα μη-αναστρέψιμο γεγονός. Το στάδιο αυτό διαρκεί περισσότερο κατά τη διάρκεια της διάγνωσης.
- Στάδιο του θυμού:
Το γεγονός του επερχόμενου θανάτου συνοδεύεται από θυμό και πικρία που πηγάζει από μια αίσθηση αδικίας, αδυναμίας και έλλειψης ελέγχου. Η αντίδραση αυτή είναι πολύ φυσιολογική και αναμενόμενη καθώς ο άνθρωπος που πενθεί καλείται να δεχτεί ότι η ζωή του θα αλλάξει ριζικά και για πάντα (Παπαδάτου & Αναγνωστόπουλος, 1995).
- Στάδιο της διαπραγμάτευσης:
Οι διαπραγματεύσεις συχνά γίνονται με κάποιο άτομο κύρους, όπως τον γιατρό ή τον Θεό. Κατά το στάδιο αυτό ο άνθρωπος επικαλείται συχνότερα τη βοήθεια του θεού, που αποτελεί σημαντική πηγή στήριξης και από την οποία αντλεί δύναμη και κουράγιο. Παρόλο που στο στάδιο της διαπραγμάτευσης ο άνθρωπος εναποθέτει τις ελπίδες του σε κάτι ανώτερο και συχνά μεταφυσικό, πολλές φορές, και κυρίως στο τέλος του σταδίου αυτού αυξάνονται οι πιθανότητες ο άνθρωπος να βιώσει συναισθηματική προδοσία (Παπαδάτου & Αναγνωστόπουλος, 1995).
- Στάδιο της κατάθλιψης:
Στη φάση αυτή ο άνθρωπος που βιώνει τον επικείμενο θάνατο ή ο συγγενής του αρρώστου, φτάνει σε έναν κορεσμό προσπάθειας αντιμετώπισης του προβλήματος και συνειδητοποιεί ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμος. Τότε αρχίζει το στάδιο της κατάθλιψης στο οποίο αρχίζει το πένθος και ο θρήνος.
- Στάδιο της αποδοχής:
Στο στάδιο της αποδοχής ο θάνατος έχει γίνει αποδεκτός και ο άνθρωπος έχει συμφιλιωθεί πλήρως με την ιδέα του θανάτου.
Σύμφωνα με την Kubler-Ross, τα προαναφερθέντα στάδια δεν ακολουθούν απαραίτητα την παραπάνω σειρά, αλλά συχνά συνυπάρχουν. Πολλές φορές επίσης, εμφανίζονται με διαφορετική διαδοχή ανάλογα με την προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου που θρηνεί και πενθεί. Τέλος, συχνά εξαρτώνται και από τις διαφορετικές περιστάσεις που ορίζει η κάθε νόσος ξεχωριστά.
Βιβλιογραφία
- Blum, R. W. (1992). Chronic illness and disability in adolescence. Journal of adolescent health, 13, 364-368.
- Boice, M.M. (1998). Chronic Illness in adolescence. Adolescence.
- Carson, R. C., Butcher, J. N. & Mineka, S. (2000). Abnormal Psychology and Modern Life. (11th). Boston: Allyn and Bacon.
- Carroll, G., Massarelli, E., & Opzoomer, A. (1983). Adolescents with chronic disease: Are they receiving comprehensive health care? Adolescent Health Care, 4, 261.
- Cavusoglu, H. (2001). Self-esteem in adolescence: a comparison of adolescents with diabetes mellitus and leukemia. Pediatric Nursery, 27 (4), 355-361.
- Department for Education (2002). Special Educational Needs. Code of Practice. London: Central Office of Information.
- Essen, L. V., Enskar, K. , A. Kreuger, B. Larsson, P.O. Sjoden (2000). Self-esteem, depression and anxiety among Swedish children and adolescents on and off cancer treatment. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry. 89, 229-236.
- Finlay, K. (1998). Reactions of schools in the Bath area to bereavement. Bereavement Care, 17(3), 42-43.
- Gesell, A. & Ilg, F. L. (1949). The child form five to ten. New York: Harper & Row.
- Goffman, E. (1963). Stigma: Notes on the management of spoiled identity. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall.
- Gothelf, D. (1998). Death concepts in suicidal adolescents. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry.
- Gray, C. C. & Rodrigue, J. R. (2001). Brief report: perceptions of young adolescents about a hypothetical new peer with cancer: an analog study. Journal of Pediatric Psychology, 26 (4), 247-252.
- Hoida, J. A. & Mc Dougal, S.E. (1998). Fostering a positive school environment for students with cancer: The role of the principal. National Association of Secondary School Principals Bulletin, 82 (601), 59-72.
- Holland, J. M. (1993). Child bereavement in Humberside primary schools. Educational Research, 35(3), 289-296.
- Ishibashi, A. (2001). The needs of children and adolescents with cancer for information and social support. Cancer Nursery, 24(1), 61-67.
- Kubler – Ross, E. (1975). Death, the Final Stage of Growth. New Jersey: Prentice –Hall, Inc.
- Janes-Hodder, H., Keene, N. & Brodeur, G. M. (2002). Childhood Cancer: A Parent’s Guide to Solid Tumor Cancers. New York: O’Reilly & Associates.
- Mccoy, K. (1982). Coping with teenage depression. New York: New American Library.
- Mitchell, D. (1983). Guidance needs and counseling of parents of mentally retarded persons. In N. N. Singh & K. M. Wilton (Eds.), Mental retardation: Research and services in New Zealand. Christchurch, new Zealand: Whitoculls.
- Minuchin, S. (1974). Families and family therapy. Cambridge: Harvard University Press.
- Mussen, P. H., Conger, J. J., Kagan, J. & Huston, A. C. (1990). Child Development and Personality (7th). New York: Harper Collins Publishers.
- Παπαδάτου, Δ. & Αναγνωστόπουλος Φ. (1995). Η ψυχολογία στο χώρο της υγείας. Ελληνικά Γράμματα.
- Patterson, J. (1988). Chronic illness in children and the impact on families. In Chilmas, E. Nunnalt, & F. Cox (Eds.), Chronic illness and disability. Beverly Hills: Sage.
- Perrin, J. M. & Gerrity, P. (1984). Development of children with chronic illness. Pediatric Clinics of North America, 31, 19.
- Rudolph, H., Petermann, F., Lass-Lentzsch, A., Warnken, A. & Hampel, P.(2002). Coping with stress by children and adolescents with cancer. [Article in German]. Praxis in Kinderpsychology and Kinderpsychiatry, 5, 329-340.
- Vance, Y.H., Morse, R. C., Jenney, M. E. & Eiser, C. (2001). Issues in measuring quality of life in childhood cancer: measures, proxies, and parental mental health. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 42(5):661-667.
- Wagner, P. (1993). Children and bereavement, death and loss: what can the school do? Coventry: NAPCE.